- ουρανοβάμων
- ο, η (ΑΜ οὐρανοβάμων, -ονος)αυτός που περπατά στον ουρανό, που βρίσκεται πιο ψηλά από τα επίγεια («ὁ οὐρανοβάμων Παῡλος»)νεοελλ.μτφ. αιθεροβάμων, φαντασιοκόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].
Dictionary of Greek. 2013.